CORRIGIA — inter calceandum, rupta, infaustum olim omen, ut diserte restatur in Divinat. l. 2. Cicero, ubi ait: Quae si suscipiamus, pedis offensio nobis et abruptio corrigiae, et sternutamenta erunt observanda etc. Unde quibus, cum calceamenta pedibus… … Hofmann J. Lexicon universale
LORUM — Graece λῶρον, Balsamoni vinculum capitis est vel diadema s. fascia Imperatoria: quod Phrygium alii dixêre, ut Auctor Donationis Constantinianae. utrumque nempe sumitur pro vitta capitis vel mitta et tiara Impertiali. Phrygium enim adiectivum est… … Hofmann J. Lexicon universale
SENATORIA Vestis — Tunica fuit laticlavia, et Toga candida, sed illa inprimis. Non enim Senatores solum, sed et Equites ac Magistratus, imo divites quoscumque, candidis Togis usos fuisse, patet ex illo Iuvenalis, Sat. 10. v. 45. Niveosque ad frena Quirites, Imo… … Hofmann J. Lexicon universale
διατόνιο — και διατόνι, το (Α διατόνιον) [διάτονος] νεοελλ. 1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη 2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι αρχ. αγκίστρι, κρίκος απ όπου … Dictionary of Greek
εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
υπέρταση — η / ὑπέρτασις, άσεως, ΝΜΑ υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα νεοελλ. 1. ιατρ. πίεση ανώτερη τής φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί 2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την… … Dictionary of Greek
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek